ἐξιχνιάσω

ἐξιχνιάσω
ἐξιχνιάζω
aor subj act 1st sg
ἐξιχνιάζω
fut ind act 1st sg
ἐξιχνιάζω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανασκαλεύω — 1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω 2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω 3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ …   Dictionary of Greek

  • βολιδοσκοπώ — ( έω) 1. εξετάζω με βολίδα τον βυθό της θάλασσας 2. προσπαθώ με τρόπο να εξιχνιάσω τις διαθέσεις ή σκέψεις κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βολίς ( ίδα) + σκοπώ (< σκοπος < σκοπός). Η λ. βολιδοσκοπώ μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

  • ρινηλατώ — ῥινηλατῶ, έω, ΝΑ [ῥινηλάτης] ανιχνεύω με τη μύτη, ιχνηλατώ με την όσφρηση («τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῑν», Λόγγ.) αρχ. μτφ. προσπαθώ να μυριστώ, προσπαθώ να διακρίνω, να εξιχνιάσω κάτι («ἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • σκαλεύω — ΝΜΑ ανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτι αρχ. 1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ ἄνθρακας», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω… …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλαβίζω — Μ μτφ. προσπαθώ να εξιχνιάσω, ανασκαλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκανδαλίζω «πειράζω, ενοχλώ» και λαμβάνω (πρβλ. θ. λαβ τού αορ. ἔ λαβ ον)] …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομετρώ — Ν 1. μετρώ τη συχνότητα τών σφυγμών τής καρδιάς 2. μτφ. α) προσπαθώ να εξιχνιάσω τις διαθέσεις, προθέσεις ή τα αισθήματα ενός ή περισσότερων ανθρώπων β) κάνω σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”